εικοσαδικός

εικοσαδικός
-ή, -ό
αυτός που έχει ως βάση την εικοσάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εικοσαδικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην εικοσάδα: Εικοσαδική αρίθμηση (που γίνεται με εικοσάδες: 20 40 60 κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”